- κόμποι
- κόμποςdinmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κόμποι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Οι Κ. βρίσκονται στο νότιο τμήμα της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 46 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Κορώνης … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
βαρβαρική τέχνη — Γενικά, αποκαλείται έτσι η καλλιτεχνική παραγωγή που εμφανίζεται σχεδόν παντού στη Δύση κατά την περίοδο των βαρβαρικών επιδρομών, από τον 5o έως τον 9o αι., και διακρίνεται για την προτίμησή της στα πολύ έντονα γραμμικά διακοσμητικά σχέδια. Η… … Dictionary of Greek
Koroni — Stadtgemeinde Koroni (1997–2010) Δήμος Κορώνης … Deutsch Wikipedia
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
Σμρεκ, Γιαν — (Smrek). Ψευδώνυμο του Σλοβάκου ποιητή Γιαν Τσιετέκ (Ζέμιανσκε Λιεσκοβέ 1898). Πρωτοπαρουσιάστηκε με μια συλλογή συμβολικών ποιημάτων, Καταδικασμένος σε αιώνια δίψα, το 1922. Ακολούθησαν οι συλλογές Καλπάζουσες ημέρες (1925), θεϊκοί κόμποι (1929) … Dictionary of Greek